δέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δέχομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-: δέχομαι
Ρήμα
επεξεργασίαδέχομαι (αποθετικό)
- παίρνω, λαμβάνω
- αποδέχομαι μία πρόταση, πρόκληση, δωρεά, στοίχημα, συμφωνία, όρους κ.λπ.
- πιστεύω σε κάτι, συμφωνώ με κάτι
- ⮡ ακόμη και σήμερα κάποιοι δε δέχονται τη θεωρία της εξέλιξης.
- υποδέχομαι φίλους, επισκέπτες, δεξιώνομαι, φιλοξενώ
- είμαι στο γραφείο μου και μπορώ να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο κοινό ή σε ασθενείς.
- ⮡ Ο γιατρός δέχεται κάθε απόγευμα 6:00-8:00
Εκφράσεις
επεξεργασία- δέχομαι επίθεση από κάποιον: κάποιος μου επιτίθεται
- δέχομαι χτύπημα από κάποιον: κάποιος με χτυπάει
- δέχομαι αδιαμαρτύρητα: υπομένω κάτι χωρίς να διαμαρτύρομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αποδέχομαι, αποδοχή, αποδεκτός, αποδέκτης
- ενδέχεται, ενδεχόμενος, ενδεχόμενο
- καταδέχομαι, καταδεκτικός
- παραδέχομαι, παραδοχή, παραδεκτός, απαράδεκτος
- υποδέχομαι, υποδοχή
- διαδέχομαι, διαδοχή, διάδοχος,διαδοχικός
- αναδέχομαι, ανάδοχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δέχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Μέση |
Φωνή Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | δέχομαι | |
Παρατατικός | ἐδεχόμην | |
Μέλλοντας | δέξομαι δεξέομαι/δεξοῦμαι |
δεχθήσομαι |
Αόριστος | ἐδεξάμην | ἐδέχθην |
Παρακείμενος | δέδεγμαι | |
Υπερσυντέλικος | (ελληνιστική κοινή): ἐδεδέγμην | |
Συντελ.Μέλλ. | — |
Πηγές
επεξεργασία- δέχομαι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δέχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.