Ετυμολογία

επεξεργασία
δέχομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-: δέχομαι

δέχομαι (αποθετικό)

  1. παίρνω, λαμβάνω
  2. αποδέχομαι μία πρόταση, πρόκληση, δωρεά, στοίχημα, συμφωνία, όρους κ.λπ.
  3. πιστεύω σε κάτι, συμφωνώ με κάτι
    ⮡  ακόμη και σήμερα κάποιοι δε δέχονται τη θεωρία της εξέλιξης.
  4. υποδέχομαι φίλους, επισκέπτες, δεξιώνομαι, φιλοξενώ
  5. είμαι στο γραφείο μου και μπορώ να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο κοινό ή σε ασθενείς.
    ⮡  Ο γιατρός δέχεται κάθε απόγευμα 6:00-8:00

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. δέχομαι επίθεση από κάποιον: κάποιος μου επιτίθεται
  2. δέχομαι χτύπημα από κάποιον: κάποιος με χτυπάει
  3. δέχομαι αδιαμαρτύρητα: υπομένω κάτι χωρίς να διαμαρτύρομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Μέση
Φωνή
Παθητική
Ενεστώτας δέχομαι
Παρατατικός ἐδεχόμην
Μέλλοντας  δέξομαι
δεξέομαι/δεξοῦμαι 
 δεχθήσομαι 
Αόριστος  ἐδεξάμην   ἐδέχθην 
Παρακείμενος δέδεγμαι
Υπερσυντέλικος (ελληνιστική κοινή): ἐδεδέγμην
Συντελ.Μέλλ.