ενδέχεται
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενδέχεται < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδέχεται, τρίτο πρόσωπο ενικού ενεστώτα του ἐνδέχομαι < ἐν + δέχομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /enˈðe.çe.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δέ‐χε‐ται
ΡήμαΕπεξεργασία
ενδέχεται (τριτοπρόσωπο ρήμα, μόνο στον ενικό του ενεστώτα) (αποθετικό ρήμα)
Επεξεργασία
- ενδεχόμενο
- ενδεχόμενος
- ενδεχομένως
- → δείτε τη λέξη δέχομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ενδέχεται