Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδεχόμενος η ενδεχόμενη το ενδεχόμενο
      γενική του ενδεχόμενου της ενδεχόμενης του ενδεχόμενου
    αιτιατική τον ενδεχόμενο την ενδεχόμενη το ενδεχόμενο
     κλητική ενδεχόμενε ενδεχόμενη ενδεχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδεχόμενοι οι ενδεχόμενες τα ενδεχόμενα
      γενική των ενδεχόμενων των ενδεχόμενων των ενδεχόμενων
    αιτιατική τους ενδεχόμενους τις ενδεχόμενες τα ενδεχόμενα
     κλητική ενδεχόμενοι ενδεχόμενες ενδεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδεχόμενος < αρχαία ελληνική ἐνδεχόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐνδέχομαι

  Μετοχή επεξεργασία

ενδεχόμενος

  1. που ενδέχεται να συμβεί
     συνώνυμα: πιθανός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ενδεχόμενο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία