συμβαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυμβαίνω
- στέκομαι με τα πόδια ενωμένα (όπως οι κούροι)
- → δείτε παράθεμα στο συμβεβηκώς
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος και μεταφορά στη μετοχή) Ξενοφών
- ὅταν γάρ τι ἀπὸ τῆς γῆς ἄρασθαι βούλωνται, διαβαίνοντες πάντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες ἐπιχειροῦσιν αἴρεσθαι.
- όπως και οι άνθρωποι, όταν θέλουν να σηκώσουν κάτι από τη γη, ανοίγουν τη δρασκελιά τους μάλλον παρά προσπαθούν να το σηκώσουν με ενωμένα τα πόδια
- ὅταν γάρ τι ἀπὸ τῆς γῆς ἄρασθαι βούλωνται, διαβαίνοντες πάντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες ἐπιχειροῦσιν αἴρεσθαι.
- προστίθενται, μαζεύονται, συμπίπτουν όλα μαζί, συμπίπτω απλώς, συμφωνώ με κάτι άλλο, ταυτίζομαι
- ⮡ συμβαίνει κακοῖς (συνέπεσαν κι άλλα κακά)
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
- ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς συμβαίνειν
- ο χρόνος της έκθεσης (ΣτΕ:: η εποχή που είχαν αφήσει έκθετο το νεογέννητο βασιλόπουλο> συνέπιπτε με την ηλικία του αγοριού αυτού)
- ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς συμβαίνειν
- ⮡ εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις
- τα χνάρια είναι ίδια με τις δικές μου πατημασιές
- συναντώ,
- {{πχ} σὺν δ᾽ ἔβη ἐν Φιλότητι (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ⮡ ξυμβέβηκε δ᾽ οὐδαμοῦ (Χρειάζεται να μεταφερθεί στο ξυμβαίνω)
- δεν έχω απαντήσει ποτέ κάτι τέτοιο, δεν έχω καμία σχέση με αυτό, δε βρέθηκε στον δρόμο μου
- (μεταφορικά) συμβαδίζω, συμβιβάζομαι, συμφωνώ, υποχωρώ, συνήθως την ίδια εποχή με κάποιον άλλον
- (Χρειάζεται στοιχεί παραθέματος)
- ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τούτου καὶ οἱ Πλαταιῆς οὐκέτι ἔχοντες σῖτον οὐδὲ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι ξυνέβησαν τοῖς Πελοποννησίοις τοιῷδε τρόπῳ
- την ίδια εποχή του καλοκαιριού εκεινου και οι Πλαταιείς ήρθαν σε συμφωνία με τους Πελοποννήσιους, γιατί δεν είχαν σιτάρι ούτε δυνάμεις να αντέξουν πλιορκία
- ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τούτου καὶ οἱ Πλαταιῆς οὐκέτι ἔχοντες σῖτον οὐδὲ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι ξυνέβησαν τοῖς Πελοποννησίοις τοιῷδε τρόπῳ
- (Χρειάζεται στοιχεί παραθέματος)
- ξυνέβησαν δὲ καὶ Βυζάντιοι ὥσπερ καὶ πρότερον ὑπήκοοι εἶναι.
- συμφώνησαν τότε και οι κάτοικοι του Βυζαντίου να ξαναγίνουν υπήκοοι με το καθεστώς που είχαν πριν
- οὐ γὰρ ἂν ξυμβαῖμεν ἄλλως ἢ 'πὶ τοῖς εἰρημένοις ὥστ᾽ ἐμὲ σκήπτρων κρατοῦντα
- δε θα τα βρούμε αλλιώς παρά αν γίνουν όσα είπα, να κρατήσω το σκήπτρο...
- ξυνέβησαν δὲ καὶ Βυζάντιοι ὥσπερ καὶ πρότερον ὑπήκοοι εἶναι.
- (Χρειάζεται στοιχεί παραθέματος)
Εκφράσεις
επεξεργασία- τοῦ συμβαίνοντός ἐστι: αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, αυτό μπορεί εύκολα να γίνει, συμβαίνει συχνά, τυχαία
- κατά συμβεβηκός: από ατύχημα, κατά κακή-καλή συγκυρία, κατά σύμπτωση, τυχαία
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σύν και βαίνω
Πηγές
επεξεργασία- συμβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμβαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.