↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύμβασῐς αἱ συμβάσεις
      γενική τῆς συμβάσεως
ιωνικός συμβάσιος
τῶν συμβάσεων
      δοτική τῇ συμβάσει ταῖς συμβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύμβασῐν τὰς συμβάσεις
     κλητική ! σύμβασῐ συμβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμβάσει
γεν-δοτ τοῖν  συμβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμβασις < συμβαίνω, συμβα- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + βάσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμβασις, -εως θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) συμβάδιση
  2. συμφωνία, συνθήκη, διευθέτηση, σύμβαση
  3. σύμπτωση
    εκφράσεις: κατὰ σύμβασιν

Συγγενικά

επεξεργασία