σύμβασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύμβασῐς | αἱ | συμβάσεις |
γενική | τῆς | συμβάσεως ιωνικός συμβάσιος |
τῶν | συμβάσεων |
δοτική | τῇ | συμβάσει | ταῖς | συμβάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σύμβασῐν | τὰς | συμβάσεις |
κλητική ὦ! | σύμβασῐ | συμβάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμβάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμβασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασύμβασις, -εως θηλυκό
- (αρχική σημασία) συμβάδιση
- συμφωνία, συνθήκη, διευθέτηση, σύμβαση
- σύμπτωση
- εκφράσεις: κατὰ σύμβασιν
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σύμβασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμβασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.