σύν
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύν < από τον αρχαιότερο τύπο ξύν με τον οποίο συνυπήρξε επί πολύ, αβέβαιης ετυμολογίας αλλά πιθανόν συγγενούς ρίζας με τη λέξη κοινός και ίσως με το λατινικό cum (με)
Πρόθεση Επεξεργασία
σύν (βοιωτικός τύπος σούν)
- με κάποιον, με τη συνοδεία του, με τη συνδρομή του, ομού, από κοινού, συγχρόνως
- σὺν θεῷ
- οἱ σύν αὐτῷ (οι φίλοι, οι οπαδοί του)
- θύελλαι σὺν βορέῃ
- περιλαμβανομένου και ...
- τοῦ Πειραιῶς συν Μουνυχίᾳ (του Πειραιά, συμπεριλαμβανομένης και της Μουνιχίας)
- μη περιλαμβανομένου, επιπλέον, το συν αθροιστικά
- ἔξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ (έξη χωρίς εμένα, που ήμουν ο έβδομος, έξη συν ένας εγώ, επτά)
- αἱ γὰρ καμπαὶ τέτταρες, ἢ δύο σύν τοῖς πτερυγίοις
- μέσον, τρόπο
- πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ
- σὺν δίκᾳ (με δίκαιο τρόπο, δηλαδή δικαίως)
Πρώτο συνθετικό Επεξεργασία
- με καποιον, από κοινού, συγχρόνως, ή δίνει την έννοια της συμπαράστασης, της συνεργίας,
- συνᾲδω, συναγωνίζομαι, συνεργάζομαι, συνηγορέω-ῶ, συμπράττω
- διπλό αντικείμενο ή παραπάνω από ένα υποκείμενα (δηλαδή το σύν μπορεί να αναφέρεται ή στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο)
- συγκατακτείνω (σκοτώνω εγώ δύο μαζί ή σκοτώνω με τη συνέργεια άλλων)
- ολοκλήρωση ενέργειας, τελείως, ολότελα
- συμπληρόω, συντέμνω
- με αριθμούς χωριστικά ή διανεμητικά
- οἱ, αἱ, τά σύνδυο, σύντρεις (άκλιτες λέξεις: δύο στο σύνολο ή δύο-δύο ή τρεις-τρεις, ανά δυάδες, τριάδες αντίστοιχα)
Συνώνυμα Επεξεργασία
- μετά τινος (συνοδευτικό και όχι χρονικό)
- ξύν
Σημειώσεις Επεξεργασία
Στη σύνθεση, πριν από χειλικά β μ π φ ψ το τελικό ν τρέπεται σε μ (συμμαχώ), πριν από ουρανικά γ κ ξ χ γίνεται γ (συγκαλώ), πριν από το λάμδα γίνεται κι αυτό λ (συλλαμβάνω) όπως και πριν από το ρο τρέπεται σε ρ (συρράπτω). Πριν από το σίγμα γίνεται κι αυτό σ (συσσωρεύω) ή αν το σίγμα ακολουθείται από σύμφωνο χάνεται το τελικό ν της πρόθεσης (συστήνω)