συνδρομή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδρομή | οι | συνδρομές |
γενική | της | συνδρομής | των | συνδρομών |
αιτιατική | τη | συνδρομή | τις | συνδρομές |
κλητική | συνδρομή | συνδρομές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνδρομή < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική συνδρομή, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική secours[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sin.ðɾɔˈmi/
- συλλαβισμός : συν‐δρο‐μή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνδρομή θηλυκό
- αρωγή, βοήθεια προς κάποιον
- πληρωμή εγγραφής για συμμετοχή σε σύλλογο, φορέα, ή πληρωμή σε εκδοτική επιχείρηση για παραλαβή εντύπου (συνήθως κατ' οίκον) ή για δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες διάφορων επιχειρήσεων (π.χ. συνδρομητικά τηλεοπτικά κανάλια ή συνδρομητικές ιστοσελιδες)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνδρομή
Επεξεργασία
- ↑ «συνδρομή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνδρομή < συνέδραμον (αόριστος του συντρέχω: τρέχω με κάποιον ή συνωθούμαι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνδρομή θηλυκό
- ταραχώδης συγκέντρωση, συνάθροιση, συρροή, εμφάνιση πολλών μαζί, συνδυασμός
- συνδρομή τῶν ὄχλων εἰς τὴν ἐκκλησίαν
- στενὴ πορθμοῦ συνδρομή
- ἐφάνη συνδρομή ἀγαθῶν ὑπερβάλλουσα... (άρχισαν να συρρέουν αγαθά που ξεπερνούσαν...)
- τρέξιμο μαζί με κάποιον άλλον
- (μεταφορικά) το αποτέλεσμα, εκεί που οδηγείται κάτι, το συμπέρασμα
- ἡ συρροή τοῦ λόγου : το συμπέρασμα, το ηθικό δίδαγμα
- συνδυασμός συμπτωμάτων σε ασθένειες, η κλινική εικόνα
Επεξεργασία
- ὁ σύνδρομος, ἡ συνδρομάς, το σύνδρομον : που τρέχουν ο ένας πίσω από τον άλλο, πολύ κοντά, συγκρουονται, ή πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο ή συναντώνται
- συνδρόμως, επίρρημα : επι τα ίχνη, απόκοντα