συντρέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυντρέχω
- βοηθώ, επικουρώ
- ※ Μια γειτόνισσά μου από τη Θεσσαλονίκη, νοσοκόμα, παράγγελνε στον αρραβωνιαστικό της να με προσέχει και να με συντρέχει. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου [διήγημα])
- συντελώ, συμβάλλω
- που συμβαίνει ταυτόχρονα με κάτι άλλο
- σε στρατιωτικές βάσεις εγκατεστημένες στο εξωτερικό ισχύει συντρέχουσα αρμοδιότητα των εγχώριων και των αλλοδαπών δικαστηρίων με προτεραιότητα στα πρώτα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συντρέχω
|