Ετυμολογία

επεξεργασία
συντρέχω < συν + τρέχω

συντρέχω

  1. βοηθώ, επικουρώ
    ※  Μια γειτόνισσά μου από τη Θεσσαλονίκη, νοσοκόμα, παράγγελνε στον αρραβωνιαστικό της να με προσέχει και να με συντρέχει. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου [διήγημα])
  2. συντελώ, συμβάλλω
  3. που συμβαίνει ταυτόχρονα με κάτι άλλο
    σε στρατιωτικές βάσεις εγκατεστημένες στο εξωτερικό ισχύει συντρέχουσα αρμοδιότητα των εγχώριων και των αλλοδαπών δικαστηρίων με προτεραιότητα στα πρώτα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία