βοηθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βοηθώ <(κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοηθῶ → και δείτε τη λέξη βοηθάω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /voi̯ˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βοη‐θώ
- ομόηχο: βοηθό