βοηθάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βοηθάω < βοηθ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοηθῶ, συνηρημένος τύπος του βοηθέω < βοηθός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /voi̯ˈθa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βοη‐θά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαβοηθάω/βοηθώ, αόρ.: βοήθησα, παθ.φωνή: βοηθιέμαι/βοηθούμαι, π.αόρ.: βοηθήθηκα, μτχ.π.π.: βοηθημένος
- προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, συμβάλλω στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, διευκολύνω μια ενέργειά του, του προσφέρω υποστήριξη
- ⮡ Οι σακούλες που κουβαλάτε είναι πολύ βαριές. Να βοηθήσω;
- ⮡ Το παιχνίδι βοηθάει τα παιδιά στην ανάπτυξη της φαντασίας τους.
- συμβάλλω στη βελτίωση ή διατήρηση της λειτουργίας κάποιου πράγματος
- ⮡ Σύμφωνα με μερικές μελέτες, ορισμένες βιταμίνες βοηθάνε τη μνήμη.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βοηθός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βοηθάω - βοηθώ | βοηθούσα - βοήθαγα | θα βοηθάω - βοηθώ | να βοηθάω - βοηθώ | βοηθώντας | |
β' ενικ. | βοηθάς - βοηθείς | βοηθούσες - βοήθαγες | θα βοηθάς - βοηθείς | να βοηθάς - βοηθείς | βοήθα - βοήθαγε | |
γ' ενικ. | βοηθάει - βοηθά - βοηθεί | βοηθούσε - βοήθαγε | θα βοηθάει - βοηθά - βοηθεί | να βοηθάει - βοηθά - βοηθεί | ||
α' πληθ. | βοηθάμε - βοηθούμε | βοηθούσαμε - βοηθάγαμε | θα βοηθάμε - βοηθούμε | να βοηθάμε - βοηθούμε | ||
β' πληθ. | βοηθάτε - βοηθείτε | βοηθούσατε - βοηθάγατε | θα βοηθάτε - βοηθείτε | να βοηθάτε - βοηθείτε | βοηθάτε - βοηθείτε | |
γ' πληθ. | βοηθάν(ε) - βοηθούν(ε) | βοηθούσαν(ε) - βοήθαγαν - βοηθάγανε | θα βοηθάν(ε) - βοηθούν(ε) | να βοηθάν(ε) - βοηθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βοήθησα | θα βοηθήσω | να βοηθήσω | βοηθήσει | ||
β' ενικ. | βοήθησες | θα βοηθήσεις | να βοηθήσεις | βοήθα - βοήθησε | ||
γ' ενικ. | βοήθησε | θα βοηθήσει | να βοηθήσει | |||
α' πληθ. | βοηθήσαμε | θα βοηθήσουμε | να βοηθήσουμε | |||
β' πληθ. | βοηθήσατε | θα βοηθήσετε | να βοηθήσετε | βοηθήστε | ||
γ' πληθ. | βοήθησαν βοηθήσαν(ε) |
θα βοηθήσουν(ε) | να βοηθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βοηθήσει | είχα βοηθήσει | θα έχω βοηθήσει | να έχω βοηθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βοηθήσει | είχες βοηθήσει | θα έχεις βοηθήσει | να έχεις βοηθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βοηθήσει | είχε βοηθήσει | θα έχει βοηθήσει | να έχει βοηθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βοηθήσει | είχαμε βοηθήσει | θα έχουμε βοηθήσει | να έχουμε βοηθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βοηθήσει | είχατε βοηθήσει | θα έχετε βοηθήσει | να έχετε βοηθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βοηθήσει | είχαν βοηθήσει | θα έχουν βοηθήσει | να έχουν βοηθήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βοηθιέμαι | βοηθιόμουν(α) | θα βοηθιέμαι | να βοηθιέμαι | ||
β' ενικ. | βοηθιέσαι | βοηθιόσουν(α) | θα βοηθιέσαι | να βοηθιέσαι | ||
γ' ενικ. | βοηθιέται | βοηθιόταν(ε) | θα βοηθιέται | να βοηθιέται | ||
α' πληθ. | βοηθιόμαστε | βοηθιόμαστε βοηθιόμασταν |
θα βοηθιόμαστε | να βοηθιόμαστε | ||
β' πληθ. | βοηθιέστε | βοηθιόσαστε βοηθιόσασταν |
θα βοηθιέστε | να βοηθιέστε | βοηθιέστε | |
γ' πληθ. | βοηθιούνται | βοηθιόνταν(ε) βοηθιούνταν βοηθιόντουσαν |
θα βοηθιούνται | να βοηθιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βοηθήθηκα | θα βοηθηθώ | να βοηθηθώ | βοηθηθεί | ||
β' ενικ. | βοηθήθηκες | θα βοηθηθείς | να βοηθηθείς | βοηθήσου | ||
γ' ενικ. | βοηθήθηκε | θα βοηθηθεί | να βοηθηθεί | |||
α' πληθ. | βοηθηθήκαμε | θα βοηθηθούμε | να βοηθηθούμε | |||
β' πληθ. | βοηθηθήκατε | θα βοηθηθείτε | να βοηθηθείτε | βοηθηθείτε | ||
γ' πληθ. | βοηθήθηκαν βοηθηθήκαν(ε) |
θα βοηθηθούν(ε) | να βοηθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βοηθηθεί | είχα βοηθηθεί | θα έχω βοηθηθεί | να έχω βοηθηθεί | βοηθημένος | |
β' ενικ. | έχεις βοηθηθεί | είχες βοηθηθεί | θα έχεις βοηθηθεί | να έχεις βοηθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βοηθηθεί | είχε βοηθηθεί | θα έχει βοηθηθεί | να έχει βοηθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βοηθηθεί | είχαμε βοηθηθεί | θα έχουμε βοηθηθεί | να έχουμε βοηθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βοηθηθεί | είχατε βοηθηθεί | θα έχετε βοηθηθεί | να έχετε βοηθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βοηθηθεί | είχαν βοηθηθεί | θα έχουν βοηθηθεί | να έχουν βοηθηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοηθάω
|