Ετυμολογία

επεξεργασία
βοηθάω < βοηθ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοηθῶ, συνηρημένος τύπος του βοηθέω < βοηθός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /voi̯ˈθa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βοη‐θά‐ω

βοηθάω/βοηθώ, αόρ.: βοήθησα, παθ.φωνή: βοηθιέμαι/βοηθούμαι, π.αόρ.: βοηθήθηκα, μτχ.π.π.: βοηθημένος

  1. προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, συμβάλλω στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, διευκολύνω μια ενέργειά του, του προσφέρω υποστήριξη
    ⮡  Οι σακούλες που κουβαλάτε είναι πολύ βαριές. Να βοηθήσω;
    ⮡  Το παιχνίδι βοηθάει τα παιδιά στην ανάπτυξη της φαντασίας τους.
  2. συμβάλλω στη βελτίωση ή διατήρηση της λειτουργίας κάποιου πράγματος
    ⮡  Σύμφωνα με μερικές μελέτες, ορισμένες βιταμίνες βοηθάνε τη μνήμη.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία