Ετυμολογία

επεξεργασία
βοηθάω < βοηθ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοηθῶ, συνηρημένος τύπος του βοηθέω < βοηθός

βοηθάω/βοηθώ, αόρ.: βοήθησα, παθ.φωνή: βοηθιέμαι/βοηθούμαι, π.αόρ.: βοηθήθηκα, μτχ.π.π.: βοηθημένος

  1. προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, συμβάλλω στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, διευκολύνω μια ενέργειά του, του προσφέρω υποστήριξη
      Οι σακούλες που κουβαλάτε είναι πολύ βαριές. Να βοηθήσω;
      Το παιχνίδι βοηθάει τα παιδιά στην ανάπτυξη της φαντασίας τους.
  2. συμβάλλω στη βελτίωση ή διατήρηση της λειτουργίας κάποιου πράγματος
      Σύμφωνα με μερικές μελέτες, ορισμένες βιταμίνες βοηθάνε τη μνήμη.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία