assist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- assist < (κληρονομημένο) μέση αγγλική assisten < παλαιά γαλλική assister < λατινική assisto
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /əˈsɪst/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : as‐sist
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assist | assists |
assist (en)
- (αθλητισμός) ασίστ, πάσα που οδηγεί σε σκοράρισμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | assist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assists |
αόριστος | assisted |
παθητική μετοχή | assisted |
ενεργητική μετοχή | assisting |
assist (en)
- βοηθώ
- ⮡ Let me assist you
- Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ⮡ Let me assist you
- (αθλητισμός) δίνω ασίστ