Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάσα οι πάσες
      γενική της πάσας
    αιτιατική την πάσα τις πάσες
     κλητική πάσα πάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καλαθοσφαιρίστρα από την Αυστραλία ετοιμάζεται να κάνει πάσα σε συμπαίκτριά της

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐σα
τονικό παρώνυμο: πασά

  Ετυμολογία 1 Επεξεργασία

πάσα < πασ(άρω) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

πάσα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η μεταβίβαση
  2. (ειδικότερα, αθλητισμός) η μεταβίβαση της μπάλας σε συμπαίκτη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους κανονισμούς για κάθε άθλημα

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 Επεξεργασία

πάσα < πασαένας κατά το καθένας > κάθε ένας [1]

  Αντωνυμία Επεξεργασία

πάσα άκλιτο (αόριστη αντωνυμία)

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας Επεξεργασία

πάσα θηλυκό

  Αναφορές Επεξεργασία