μπάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπάλα | οι | μπάλες |
γενική | της | μπάλας | — | |
αιτιατική | την | μπάλα | τις | μπάλες |
κλητική | μπάλα | μπάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπάλα, πάλα με [b] < [p] από την αιτιατική: την πάλα< (αναδανεισμός) βενετική bala (< σύγχρονη ιταλική palla)[1] < (…) < μεσαιωνική λατινική bala, pala < πρωτογερμανική *balluz / *ballô (μπάλα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰoln- (φουσκάλα) < *bʰel- (φυσώ, φουσκώνω, διογκώνω)[2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπάλα θηλυκό
- σφαιροειδές αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια και αθλοπαιδιές
- οποιοδήποτε αντικείμενο με σφαιρικό σχήμα
- το ποδόσφαιρο
- δεμένη μεγάλη ποσότητα υλικού, παραλληλεπιπέδου ή κυλινδρικής μορφής, δεμάτι
- χριστουγεννιάτικο στολίδι δένδρου σε σχήμα μπάλας
Εκφράσεις
επεξεργασία- παίρνει κάποιον η μπάλα: λέγεται όταν κάποιος βρίσκεται σε μια δυσάρεστη θέση ή βρίσκει τον μπελά του, χωρίς να φταίει ουσιαστικά, επειδή κάποιος άλλος φίλος, συγγενής ή συνεργάτης βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση
- χάνω την μπάλα: μπερδεύομαι λόγω πολυπλοκότητας ή πολλών επιλογών και δεν μπορώ να παρακολουθήσω τα γεγονότα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπάλα
|
στρογγυλό χριστουγεννιάτικο στολίδι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπάλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.