ball
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ball | balls |
ball (en)
- η μπάλα, που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια
- ↪ a tennis ball - μπάλα τένις
- το κουβάρι, η μπάλα, αντικείμενο σφαιρικού σχήματος
- ↪ a ball of wool - ένα κουβάρι μαλλί
- ↪ a ball of snow - μπάλα από χιόνι
- (ανεπίσημο, συνήθως πληθυντικός) τα αρχίδια, τα αχαμνά
- η χοροεσπερίδα, ένα μεγάλο επίσημο πάρτι με χορό
- ↪ a charity/Christmas ball - φιλανθρωπική/χριστουγεννιάτικη χοροεσπερίδα
- ↪ a ball gown - φόρεμα χορού
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαball (da)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαball (no)