ball
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ball | balls |
ball (en)
- η μπάλα, που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια
- ⮡ a tennis ball - μπάλα τένις
- το κουβάρι, η μπάλα, αντικείμενο σφαιρικού σχήματος
- ⮡ a ball of wool - ένα κουβάρι μαλλί
- ⮡ a ball of snow - μπάλα από χιόνι
- (ανεπίσημο, συνήθως πληθυντικός) τα αρχίδια, τα αχαμνά
- η χοροεσπερίδα, ένα μεγάλο επίσημο πάρτι με χορό
- ⮡ a charity/Christmas ball - φιλανθρωπική/χριστουγεννιάτικη χοροεσπερίδα
- ⮡ a ball gown - φόρεμα χορού