χοροεσπερίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοροεσπερίδα < (καθαρεύουσα) χοροεσπερίς χορο- + εσπερίδα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική soirée dansante (soirée dansante)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xo.ɾo.e.speˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρο‐ε‐σπε‐ρί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοροεσπερίδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χοροεσπερίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας