Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοροεσπερίδα οι χοροεσπερίδες
      γενική της χοροεσπερίδας των χοροεσπερίδων
    αιτιατική τη χοροεσπερίδα τις χοροεσπερίδες
     κλητική χοροεσπερίδα χοροεσπερίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοροεσπερίδα < (καθαρεύουσα) χοροεσπερίς χορο- + εσπερίδα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική soirée dansante (soirée dansante)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xo.ɾo.e.speˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρο‐ε‐σπε‐ρί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοροεσπερίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία