↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεξίωση οι δεξιώσεις
      γενική της δεξίωσης* των δεξιώσεων
    αιτιατική τη δεξίωση τις δεξιώσεις
     κλητική δεξίωση δεξιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δεξιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεξίωση < (ελληνιστική κοινήδεξίωσις (χαιρετισμός με το δεξί χέρι) < αρχαία ελληνική δεξιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεξίωση θηλυκό

  • επίσημη συγκέντρωση ή γεύμα στο οποίο κάποιος υποδέχεται τους καλεσμένους του, στο σπίτι του ή σε άλλο χώρο
    • ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα παραθέσει δεξίωση για την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας
    • μετά την τελετή ακολούθησε η γαμήλια δεξίωση σε γνωστό εξοχικό κέντρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία