δεξίωσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεξίωσις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δεξίωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεξίωσις
- η υποδοχή
Συγγενικά
επεξεργασία- δεξιεύομαι (δεξιώνομαι, υποδέχομαι)
- δέξιμον
- δεξιοῦμαι (καλοπιάνω)
- δεξιῶ, δεξιώνω (κολακεύω)
επίσης
→ και δείτε τη λέξη δεξιός
Πηγές
επεξεργασία- δεξίωσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δεξίωσῐς | αἱ | δεξιώσεις | ||||
γενική | τῆς | δεξιώσεως | τῶν | δεξιώσεων | ||||
δοτική | τῇ | δεξιώσει | ταῖς | δεξιώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δεξίωσῐν | τὰς | δεξιώσεις | ||||
κλητική ὦ! | δεξίωσῐ | δεξιώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεξιώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δεξιωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεξίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δεξιόομαι / δεξιοῦμαι, δεξιω- + -σις (-ωσις) < δεξιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεξίωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- χαιρετισμός με το δεξί χέρι
- (μεταφορικά) καλωσόρισμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα: δεξίωσις: η δεξίωση
Πηγές
επεξεργασία- δεξίωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεξίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.