Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δυναμῐ- δυναμε- | |||||
ονομαστική | ἡ | δύναμῐς | αἱ | δυνάμεις | |
γενική | τῆς | δυνάμεως | τῶν | δυνάμεων | |
δοτική | τῇ | δυνάμει | ταῖς | δυνάμεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | δύναμῐν | τὰς | δυνάμεις | |
κλητική ὦ! | δύναμῐ | δυνάμεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυνάμει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δυναμέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
3η κλίση - τριτόκλιτα φωνηεντόληκτα ουσιαστικά σε -ῐς, γενική -εως προπαροξύτονα θηλυκά (σπανιότατα αρσενικά)
- ἡ δύναμις, τῆς δυνάμεως, αἱ δυνάμεις, τῶν δυνάμεων
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'πόλις'}}
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 14 υποκατηγορίες, από 14 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 495 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- ἀγαλλίασις
- ἀγανάκτησις
- ἀγνόησις
- ἄγρευσις
- ἀδελφοποίησις
- Ἀδριανούπολις
- ἄθλησις
- αἱμόστασις
- αἵρεσις
- αἴσθησις
- αἰώρησις
- ἀκρόπολις
- ἅλυσις
- ἀμφίεσις
- Ἀμφίπολις
- ἀμφίπολις
- ἀνάβασις
- ἀναβίωσις
- ἀναίρεσις
- ἀνάκρισις
- ἀνάνευσις
- ἄνεσις
- ἀντίληξις
- ἀντιποίησις
- Ἀντίπολις
- ἀντίφρασις
- ἀπόκρουσις
- ἀπόκτησις
- ἀπόλαυσις
- ἀπόνιψις
- ἀπόπτωσις
- ἀπόσμηξις
- ἀπόφασις
- ἀπόχρωσις
- ἀποψίλωσις
- αὔξησις
- αὔχησις
Δ
- δέησις
- δεξίωσις
- δεφένδευσις
- δήλωσις
- δήμευσις
- δῄωσις
- διάβασις
- διαβεβαίωσις
- διάβρωσις
- διάγνωσις
- διάδοσις
- διάθρυψις
- διακήρυξις
- διακόρευσις
- διακόσμησις
- διακρίβωσις
- διάκρισις
- διακυβέρνησις
- διαλάλησις
- διάλειψις
- διάλεξις
- διαμέρισις
- διανόησις
- διάνοιξις
- διανυκτέρευσις
- διαπεραίωσις
- διαπίδυσις
- διάπλασις
- διαπόρθμευσις
- διάπραξις
- διαπύησις
- διάρθρωσις
- διάρρηξις
- διασάλευσις
- διασάφησις
- διάσεισις
- διασκέδασις
- διάσκεψις
- διασκόρπισις
- διάσπασις
- διάστασις
- διάστιξις
- διάσωσις
- διάταξις
- διάτασις
- διατίμησις
- διατράνωσις
- διάτρησις
- διατύπωσις
- διαφύλαξις
- διαφώτισις
- διαχάραξις
- διαχείρισις
- διάχυσις
- διέγερσις
- διείσδυσις
- διέλευσις
- διένεξις
- διερεύνησις
- διήγησις
- διήθησις
- δικαίωσις
- διόγκωσις
- διοίκησις
- διομολόγησις
- διόπτευσις
- διοργάνωσις
- διόρθωσις
- διόρυξις
- Διόσπολις
- δίπλωσις
- διύλισις
- δίωξις
- δόμησις
- δύναμις
- δυσαρέστησις
Ε
Ζ
Κ
- κάθαρσις
- κακοποίησις
- κάκωσις
- Καλλίπολις
- καλλίπολις
- κάλυψις
- καμηλοπάρδαλις
- κάνναβις
- κάππαρις
- καρκίνωσις
- κάρπωσις
- κατάβασις
- καταβίβασις
- κατάδοσις
- κατάδυσις
- κατάθλιψις
- καταιόνησις
- κατάκλασις
- κατάκλισις
- κατακράτησις
- κατάκρισις
- κατάληξις
- κατάληψις
- κατάλυσις
- καταμέρισις
- καταμέτρησις
- καταμήνυσις
- καταμόσχευσις
- κατανάλωσις
- κατάνευσις
- κατανόησις
- κατάνυξις
- καταξίωσις
- καταπάτησις
- κατάπαυσις
- καταπίεσις
- κατάπληξις
- καταπόνησις