ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπέλευσῐς αἱ ἐπελεύσεις
      γενική τῆς ἐπελεύσεως τῶν ἐπελεύσεων
      δοτική τῇ ἐπελεύσει ταῖς ἐπελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπέλευσῐν τὰς ἐπελεύσεις
     κλητική ! ἐπέλευσῐ ἐπελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπέλευσις < (ἐπί) ἐπ- + ἔλευσις < ἐπελεύσομαι, μέλλοντας του ἐπέρχομαι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: επέλευση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπέλευσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία