ἐπέλευσις
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἐπέλευσις | ἐπελεύσει | ἐπελεύσεις |
Γενική | ἐπελεύσεως | ἐπελευσέοιν | ἐπελεύσεων |
Δοτική | ἐπελεύσει | ἐπελευσέοιν | ἐπελεύσεσι(ν) |
Αιτιατική | ἐπέλευσιν | ἐπελεύσει | ἐπελεύσεις |
Κλητική | ἐπέλευσι | ἐπελεύσει | ἐπελεύσεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἐπέλευσις < (ἐπί) ἐπ- + ἔλευσις < ἐπελεύσομαι, μέλλοντας του ἐπέρχομαι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: επέλευση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἐπέλευσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἐπέλευσις» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.