ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔλευσῐς αἱ ἐλεύσεις
      γενική τῆς ἐλεύσεως τῶν ἐλεύσεων
      δοτική τῇ ἐλεύσει ταῖς ἐλεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔλευσῐν τὰς ἐλεύσεις
     κλητική ! ἔλευσῐ ἐλεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐλευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔλευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θέμα ἐλευσ- του ρήματος ἐλεύσομαι (που χρησιμοποιείται και ως μέλλοντας του ἔρχομαι) + -σις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ludʰ-.[1] Κατά μία άποψη συνδέεται με το ἐλεύθερος[2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: έλευση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔλευσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ἐλεύσομαι» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. «ελεύθερος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.