προέλευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- προέλευσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προέλευσις < (πρό) προ- + ἔλευσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροέλευσις θηλυκό
- το να προχωράς ο ερχομός από κάπου
- ※ προέλευσις ἐκ τοῦ παλατίου (⌘ Ιωάννης Τζέτζης, γραμματικός (1100-1180). Χιλιάδες (Historiarum variarum chiliades), 6.491)
- η παρέλαση
- ※ προέλευσις θριαμβική (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 1292.16.)
- ο προβιβασμός [1]
Πηγές
επεξεργασία- προέλευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προέλευσῐς | αἱ | προελεύσεις | ||||
γενική | τῆς | προελεύσεως | τῶν | προελεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | προελεύσει | ταῖς | προελεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προέλευσῐν | τὰς | προελεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | προέλευσῐ | προελεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προελεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προελευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προέλευσις < αρχαία ελληνική (πρό) προ- + ἔλευσις < προελεύσομαι, μέλλοντας του προέρχομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροέλευσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- προελαύνω
- προέρχομαι
- → και δείτε τις λέξεις ἔλευσις, ἐλεύσομαι και ἔρχομαι
Πηγές
επεξεργασία- προέλευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .