Δείτε επίσης: έρχομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔρχομαι < λείπει η ετυμολογία

ἔρχομαι

  1. έρχομαι ή πηγαίνω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 948 (947-948)
    εἴθ᾽, ὦ θεοί, λάβοιμι τὴν καλὴν μόνην, | ἐφ᾽ ἣν πεπωκὼς ἔρχομαι πάλαι ποθῶν.
    Βόηθα, θε μου, να τηνε βρω μονάχη τη μικρούλα. | Γι᾽ αυτήνε τα ᾽πια κι ήρθα, από καιρόν πολύν τη λαχταρώ.
    Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  2. πηγαίνω πίσω, επιστρέφω
  3. ταξιδεύω
  4. ( ως βοηθητικό ρήμα) πρόκειται να πω, σκοπεύω να μιλήσω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 99.1
    Μέχρι μὲν τούτου ὄψις τε ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱστορίη ταῦτα λέγουσά ἐστι, τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε Αἰγυπτίους ἔρχομαι λόγους ἐρέων κατὰ τὰ ἤκουον·
    Όσα είπα ώς εδώ, είτε τα είδα μόνος μου, είτε τα έκρινα έτσι, είτε προέρχονται από την έρευνά μου· από εδώ και πέρα όμως πρόκειται να αναφέρω τα αιγυπτιακά χρονικά, όπως τα άκουσα·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  5. (εμφατικά αντί του ρήματος με διά + γενική)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία