ἔρχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἔρχομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἔρχομαι
- έρχομαι ή πηγαίνω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 948 (947-948)
- εἴθ᾽, ὦ θεοί, λάβοιμι τὴν καλὴν μόνην, | ἐφ᾽ ἣν πεπωκὼς ἔρχομαι πάλαι ποθῶν.
- Βόηθα, θε μου, να τηνε βρω μονάχη τη μικρούλα. | Γι᾽ αυτήνε τα ᾽πια κι ήρθα, από καιρόν πολύν τη λαχταρώ.
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- εἴθ᾽, ὦ θεοί, λάβοιμι τὴν καλὴν μόνην, | ἐφ᾽ ἣν πεπωκὼς ἔρχομαι πάλαι ποθῶν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 948 (947-948)
- πηγαίνω πίσω, επιστρέφω
- ταξιδεύω
- ( ως βοηθητικό ρήμα) πρόκειται να πω, σκοπεύω να μιλήσω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 99.1
- Μέχρι μὲν τούτου ὄψις τε ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱστορίη ταῦτα λέγουσά ἐστι, τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε Αἰγυπτίους ἔρχομαι λόγους ἐρέων κατὰ τὰ ἤκουον·
- Όσα είπα ώς εδώ, είτε τα είδα μόνος μου, είτε τα έκρινα έτσι, είτε προέρχονται από την έρευνά μου· από εδώ και πέρα όμως πρόκειται να αναφέρω τα αιγυπτιακά χρονικά, όπως τα άκουσα·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Μέχρι μὲν τούτου ὄψις τε ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱστορίη ταῦτα λέγουσά ἐστι, τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε Αἰγυπτίους ἔρχομαι λόγους ἐρέων κατὰ τὰ ἤκουον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 99.1
- (εμφατικά αντί του ρήματος με διά + γενική)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ἀμφέρχομαι
- ἀμφιέρχομαι
- ἀνέρχομαι
- ἀνθυπέρχομαι
- ἀντεξέρχομαι
- ἀντεισέρχομαι
- ἀντεπεξέρχομαι
- ἀντεπέρχομαι
- ἀντιδιεξέρχομαι
- ἀντιπαρεξέρχομαι
- ἀντιπαρέρχομαι
- ἀντιπροσέρχομαι
- ἀπέρχομαι
- διαπέρχομαι
- διεξέρχομαι
- διεισέρχομαι
- διέρχομαι
- ἐξανέρχομαι
- ἐξυπέρχομαι
- εἰσέρχομαι
- ἐκδιέρχομαι
- ἐκπεριέρχομαι
- ἐμπεριέρχομαι
- ἐπανέρχομαι
- ἐπεξέρχομαι
- ἐπεισέρχομαι
- ἐπέρχομαι
- ἐπιδιεξέρχομαι
- ἐπιδιέρχομαι
- ἐπικατέρχομαι
- ἐπιπαρέρχομαι
- ἐσέρχομαι
- κατεισέρχομαι
- κατέρχομαι
- μετανέρχομαι
- μετεισέρχομαι
- μετέρχομαι
- παρεξέρχομαι
- παρεισέρχομαι
- παρέρχομαι
- πεδέρχομαι
- περιέρχομαι
- προανέρχομαι
- προαπέρχομαι
- προδιεξέρχομαι
- προδιέρχομαι
- προεξέρχομαι
- προεισέρχομαι
- προενέρχομαι
- προέρχομαι
- προκατέρχομαι
- προπαρέρχομαι
- προσδιέρχομαι
- προσεξέρχομαι
- προσεισέρχομαι
- προσέρχομαι
- προσπαρεισέρχομαι
- προϋπεξέρχομαι
- προϋπέρχομαι
- συγκατέρχομαι
- συμπαρεισέρχομαι
- συμπαρέρχομαι
- συμπεριέρχομαι
- συμπροέρχομαι
- συμπροσέρχομαι
- συνανέρχομαι
- συναπέρχομαι
- συνδιέρχομαι
- συνεξέρχομαι
- συνεισέρχομαι
- συνεπέρχομαι
- συνέρχομαι
- ὑπανέρχομαι
- ὑπαπέρχομαι
- ὑπεξέρχομαι
- ὑπεισέρχομαι
- ὑπέρχομαι
- ὑποκατέρχομαι
Πηγές
επεξεργασία- ἔρχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔρχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.