παρέρχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρέρχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + έρχομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾeɾ.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέρ‐χο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
παρέρχομαι, απαρ.: παρέλθει, αόρ.: παρήλθα (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) περνώ, φεύγω, ξεπερνιέμαι
- ↪ Παρήλθε η εποχή της αυθαιρεσίας του κράτους.
- ↪ Οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται.
Εκφράσεις επεξεργασία
- παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο / απελθέτω απ' εμού...
- έρχομαι και παρέρχομαι
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παρέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παρέρχομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παρέρχομαι
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- παρέρχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρέρχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.