pass
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pass | passes |
pass (en)
Σύνθετα Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
Εκφράσεις Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
ενεστώτας | pass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes |
αόριστος | passed |
παθητική μετοχή | passed |
ενεργητική μετοχή | passing |
pass (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω ένα μάθημα, σε εξετάσεις, γίνομαι δεκτός
- ↪ Most candidates passed.
- Οι περισσότεροι υποψήφιοι πέρασαν.
- ↪ I pass my driving test.
- Περνώ τις εξετάσεις για οδήγηση.
- ↪ The film passed the censors.
- Το φιλμ πέρασα από τη λογοκρισία.
- ↪ Most candidates passed.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, προσπερνάω, φτάνω κάποιον ή κάτι και το περνώ και προχωρώ
- ↪ After passing the station, turn left.
- Αφού περάσεις το σταθμό, στρίψε αριστερά.
- ↪ I just passed him in the street.
- Μόλις τον πέρασα στον δρόμο.
- ↪ He passed me a while ago.
- Με προσπέρασε πριν λίγο.
- ↪ He passed in front of my house a little bit ago.
- Πέρασε μπροστά από το σπίτι μου πριν λίγο.
- ↪ Everyone bowed in front of her and passed.
- Καθένας υποκλινόταν μπροστά της και περνούσε.
- ↪ The Mercedes passed him on the right.
- H μερσεντές τον πέρασε από τα δεξιά.
- ≈ συνώνυμα: pass by
- ↪ After passing the station, turn left.
- (αμετάβατο) περνάω, διασχίζω, κινούμαι σε μία έκταση και από τη μία άκρη της φτάνω στην άλλη
- ↪ She passes along the street every day with her dog.
- Περνάει από τον δρόμο κάθε πρωί με το σκύλο της.
- ↪ Trucks do not pass through our street.
- Δεν περνάνε φορτηγά από τον δρόμο μας.
- ↪ He passed down the road in his car/on his horse.
- Περνούσε στον δρόμο με το αυτοκίνητό του/το άλογό του.
- ↪ Let me pass through.
- Άσε με να περάσω.
- ↪ I pass through a city.
- Περνάω μέσα από μια πόλη.
- ↪ I can't pass through this hole.
- Δεν μπορώ να περάσω από αυτή την τρύπα.
- ↪ He passed through the river.
- Διέσχισε το ποτάμι.
- ↪ The Seine passes through Paris.
- Ο Σηκουάνας διασχίζει το Παρίσι.
- ↪ She passes along the street every day with her dog.
- (μεταβατικό) περνάω, κινώ κάτι ή βάζω κάτι γύρω από κάτι άλλο
- ↪ He passed his handkerchief over his face.
- Πέρασε το μαντήλι του στο πρόσωπό του.
- ↪ I pass a rope around a tree/through a ring.
- Περνώ ένα σκοινί γύρω από ένα δέντρο/μέσα από μια θηλειά.
- ↪ This thread won’t pass through the eye of the needle!
- Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!
- ↪ He passed his handkerchief over his face.
- (μεταβατικό) περνάω, δίνω κάτι σε κάποιον βάζοντάς το στα χέρια του ή σε ένα μέρος όπου μπορεί να το φτάσει εύκολα
- (μεταβατικό) περνάω, δίνω σε κάποιον πληροφορίες ή μήνυμα
- ↪ I pass a message to someone.
- Περνώ ένα μήνυμα σε κάποιον.
- ↪ I pass a message to someone.
- (αμετάβατο) περνάω, για χρόνο
- (μεταβατικό) περνάω την ώρα μου
- (αμετάβατο) περνάω, κάτι έχει τελειώσει
- ↪ Has your headache passed?
- Σου πέρασε ο πονοκέφαλος;
- ↪ Has your headache passed?
- (αμετάβατο) περνάω σε διαφορετική θέση σε έναν διαγωνισμό
- (αμετάβατο) περνάω, κληρονομώ κάτι από κάποιον
- ↪ All his property will pass to me.
- Όλη η περιουσία του θα περάσει σε μένα.
- ↪ All his property will pass to me.
- (μεταβατικό) ξεπερνάω, το ποσό του κάτι γίνεται μεγαλύτερο από ένα συγκεκριμένο συνολικό ποσό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, γίνεται δεκτός ένα νομοσχέδιο
- ↪ The bill will not pass.
- Το νομοσχέδιο δε θα περάσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη go through
- ↪ The bill will not pass.
- (αμετάβατο) το αφήνω να περάσει, παραβλέπω, επιτρέπω να συμβεί κάτι
- (αμετάβατο) περνάω, κάτι γίνεται
- ↪ I pass through a crisis.
- Περνώ μια κρίση.
- ↪ I pass through a crisis.
- (μεταβατικό) περνάω, λέω κάτι
- ↪ A complaint never passed her lips.
- Ποτέ δεν πέρασε παράπονο από τα χείλη της.
- ↪ A complaint never passed her lips.
- (μεταβατικό) περνάω, στέλνω κάτι έξω από το σώμα ως απόβλητο ή με απόβλητα
- ↪ I pass an illness to someone.
- Περνάω μια αρρώστεια σε κάποιον.
- ↪ I pass an illness to someone.
Σύνθετα Επεξεργασία
Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- pass - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 229, 606, 652, 692-695, 750. ISBN 9780194325684., λήμμα: διασχίζω, ξεπερνώ, παραβλέπω, περνώ, προσπερνώ