pass round
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | pass round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes round |
αόριστος | passed round |
παθητική μετοχή | passed round |
ενεργητική μετοχή | passing round |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
pass round (en)
- (ειδικά στα βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του pass around