Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας pass around
γ΄ ενικό ενεστώτα passes around
αόριστος passed around
παθητική μετοχή passed around
ενεργητική μετοχή passing around

  Ετυμολογία επεξεργασία

pass around < → δείτε τις λέξεις pass και around

  Ρήμα επεξεργασία

pass around (en)

  • περνάει από χέρι σε χέρι, δίνω κάτι σε άλλο άτομο, που το δίνει σε κάποιον άλλο, κτλ. μέχρι να το δουν όλοι
    The photograph was passed around.
    Η φωτογραφία πέρασε από χέρι σε χέρι.
     συνώνυμα: hand around

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία