hand around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hand around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hands around |
αόριστος | handed around |
παθητική μετοχή | handed around |
ενεργητική μετοχή | handing around |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhand around (en)
- περνάει από χέρι σε χέρι, προσφέρω ή μεταβιβάζω κάτι σε όλα τα άτομα μιας ομάδας
- ⮡ The photograph was handed around.
- Η φωτογραφία πέρασε από χέρι σε χέρι.
- ≈ συνώνυμα: pass around
- ⮡ The photograph was handed around.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- hand round (ειδικά στα βρετανικά αγγλικά)
Πηγές
επεξεργασία- hand around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ