ενεστώτας hand around
γ΄ ενικό ενεστώτα hands around
αόριστος handed around
παθητική μετοχή handed around
ενεργητική μετοχή handing around

Ετυμολογία

επεξεργασία
hand around <  δείτε τις λέξεις hand και around

hand around (en)

  • περνάει από χέρι σε χέρι, προσφέρω ή μεταβιβάζω κάτι σε όλα τα άτομα μιας ομάδας
      The photograph was handed around.
    Η φωτογραφία πέρασε από χέρι σε χέρι.
     συνώνυμα: pass around

Άλλες μορφές

επεξεργασία