hand round
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hand round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hands round |
αόριστος | handed round |
παθητική μετοχή | handed round |
ενεργητική μετοχή | handing round |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhand round (en)
- (ειδικά στα βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του hand around