hand
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hand | hands |
hand (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
- ο εργάτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hands |
αόριστος | handed |
παθητική μετοχή | handed |
ενεργητική μετοχή | handing |
hand (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hand (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hand (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhand (nl)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhand (sv)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι