Δείτε επίσης: Hand

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hand hands

hand (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
  2. ο εργάτης

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας hand
γ΄ ενικό ενεστώτα hands
αόριστος handed
παθητική μετοχή handed
ενεργητική μετοχή handing

hand (en)

  • περνάω ή δίνω σε κάποιον κάτι
    Hand me your lighter/the salt, please.
    Για πέρασε τον αναπτήρα σου/το αλάτι.
    Read it and hand it to your friends.
    Διάβασε το και πέρασε το στους φίλους σου.
     συνώνυμα: pass



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hand (nl)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hand (sv)