hand
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hand | hands |
hand (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
- ⮡ Hands up!
- Ψηλά τα χέρια!
- ⮡ Hands up!
- ο εργάτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | hand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hands |
αόριστος | handed |
παθητική μετοχή | handed |
ενεργητική μετοχή | handing |
hand (en)
Παράγωγα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- hand (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hand (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Σουηδικά (sv)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hand (sv)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι