hand
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hand | hands |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
hand (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
- ο εργάτης
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
hand (nl)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
Σουηδικά (sv)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
hand (sv)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι