Ετυμολογία

επεξεργασία
beforehand < before + hand

Επίρρημα

επεξεργασία

beforehand (en)

  1. εκ των προτέρων, προηγουμένως, πρωτύτερα, από πριν
      I had been informed beforehand.
    Είχα ενηµερωθεί εκ των προτέρων.
     συνώνυμα: in advance, ahead of time
  2. προκαταβολικά
     συνώνυμα: upfront

Αντώνυμα

επεξεργασία