beforehand
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /bɪˈfɔːhænd/ και /bɪˈfɔɹhænd/
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
beforehand (en)
- εκ των προτέρων, προηγουμένως, πρωτύτερα, από πριν
- ↪ I had been informed beforehand.
- Είχα ενηµερωθεί εκ των προτέρων.
- ≈ συνώνυμα: in advance, ahead of time
- ↪ I had been informed beforehand.
- προκαταβολικά
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- beforehand - Cambridge Dictionary online