Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

beforehand < before + hand

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /bɪˈfɔːhænd/ και /bɪˈfɔɹhænd/
 

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

beforehand (en)

  1. εκ των προτέρων, προηγουμένως, πρωτύτερα, από πριν
    I had been informed beforehand.
    Είχα ενηµερωθεί εκ των προτέρων.
     συνώνυμα: in advance, ahead of time
  2. προκαταβολικά
     συνώνυμα: upfront

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία