προηγουμένως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προηγουμένως < αρχαία ελληνική προηγουμένως
Επίρρημα
επεξεργασία
προηγουμένως
- για κάτι που προηγήθηκε χρονικά, έγινε στο κοντινό παρελθόν
- άλλα μου έλεγες προηγουμένως και άλλα λες τώρα
- για κάτι που θα γίνει στο μέλλον πριν από κάτι άλλο
- για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προηγουμένως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
προηγουμένως < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασία
προηγουμένως