Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτύτερα < πρωτύτερος

  Επίρρημα επεξεργασία

πρωτύτερα

  1. πιο πριν από κάτι άλλο, προηγουμένως

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωτύτερα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτύτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία