εκ των προτέρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
εκ των προτέρων
- (από) πριν, προηγουμένως, προτού
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκ των προτέρων
|