Δείτε επίσης: à priori

Ετυμολογία

επεξεργασία

a priori

  • α πριόρι, εκ των προτέρων
      η γη και ο κόσμος a priori είχαν κάποτε μία αρχή (δεν χρειάζεται να αποδειχτεί ότι κάποτε δεν υπήρχαν)



Ετυμολογία

επεξεργασία

a priori (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
a priori νεολατινικά < λατινική a (από) & prior, συγκριτικός βαθμός του primus (πρώτος)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

a priori και α πριόρι, άκλιτο

  • (νεολατινικά)
    1. από πριν, εκ των προτέρων, το έγκυρο που δεν χρειάζεται να αποδειχτεί, εξ ορισμού σωστό γιατί το αντίθετο θα ήταν παράλογο, αυτό που παίρνουμε ως δεδομένο
    2. (λογική) λέγεται για γνώση που προϋπάρχει με βάση την καθαρή λογική κι όχι την εμπειρία, αυτό που δεν χρειάζεται να αποδείξεις ή να βιώσεις

Αντώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία