a priori
Διαγλωσσικοί όροιΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori
ΈκφρασηΕπεξεργασία
a priori
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori
ΈκφρασηΕπεξεργασία
a priori
- α πριόρι, εκ των προτέρων
- ↪ η γη και ο κόσμος a priori είχαν κάποτε μία αρχή (δεν χρειάζεται να αποδειχτεί ότι κάποτε δεν υπήρχαν)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori
ΈκφρασηΠροειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «apriori» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «a».Επεξεργασία
a priori (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία)
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
- à priori (ορθογραφία του 1990)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- (παραδοσιακή ορθογραφία) a posteriori
- (ορθογραφία του 1990) à posteriori
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- a priori νεολατινικά < λατινική a (από) & prior, συγκριτικός βαθμός του primus (πρώτος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a pɾiˈɔ.ɾi/
ΈκφρασηΕπεξεργασία
a priori και α πριόρι, άκλιτο
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Χρησιμοποιείται ως όρος από πολλές γλώσσες του δυτικού κόσμου ως διαγλωσσικός όρος.