λογική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λογική | ||
γενική | της | λογικής | ||
αιτιατική | τη | λογική | ||
κλητική | λογική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λογική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λογικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογική θηλυκό στον ενικό
- γνώση που βασίζεται και πηγάζει από αυστηρούς κανόνες αληθείας
- (μαθηματικά) κλάδος των καθαρών μαθηματικών
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
λογική