λογική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λογική | ||
γενική | της | λογικής | ||
αιτιατική | τη | λογική | ||
κλητική | λογική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λογική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λογικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογική θηλυκό στον ενικό
- γνώση που βασίζεται και πηγάζει από αυστηρούς κανόνες αληθείας
- (μαθηματικά) κλάδος των καθαρών μαθηματικών
Εκφράσεις
επεξεργασία- κοινή λογική: η αίσθηση του σωστού και του λάθους - και η ικανότητα κρίσης που αυτή έπεται - οι οποίες είναι κοινές σε όλους
- αυτό στερείται κάθε έννοια λογικής: είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- λογική στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλογική