κρίση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρίση | οι | κρίσεις |
γενική | της | κρίσης & κρίσεως |
των | κρίσεων |
αιτιατική | την | κρίση | τις | κρίσεις |
κλητική | κρίση | κρίσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρίση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
- το αφήνω στην κρίση σας
- η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
- οικονομική κρίση
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απόφαση, επιλογή