Δείτε επίσης: Κρίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρίση οι κρίσεις
      γενική της κρίσης* των κρίσεων
    αιτιατική την κρίση τις κρίσεις
     κλητική κρίση κρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρίση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
    το αφήνω στην κρίση σας
  2. η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
    οικονομική κρίση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία