κατάκριση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατάκριση < μεσαιωνική ελληνική κατάκρισις (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή κατάκρισις < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατά + κρίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ˈta.kɾi.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατάκριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατακρίνω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατάκριση