Δείτε επίσης: κατάκρισης

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάκρισῐς αἱ κατακρίσεις
      γενική τῆς κατακρίσεως τῶν κατακρίσεων
      δοτική τῇ κατακρίσει ταῖς κατακρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάκρισῐν τὰς κατακρίσεις
     κλητική ! κατάκρισῐ κατακρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατακρίσει
γεν-δοτ τοῖν  κατακρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάκρισις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. καταδίκη
  2. κρίση