καταδίκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταδίκη < αρχαία ελληνική καταδίκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταδίκη θηλυκό
- η απόφαση δικαστηρίου με την οποία κρίνεται ένοχος ο κατηγορούμενος και του επιβάλλεται ποινή
- (μεταφορικά) η κατάσταση πολύ δυσάρεστη
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταδίκη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
καταδίκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταδίκη θηλυκό
- δικαστική απόφαση με την οποία επιβάλλεται ποινή