Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίκριση οι επικρίσεις
      γενική της επίκρισης* των επικρίσεων
    αιτιατική την επίκριση τις επικρίσεις
     κλητική επίκριση επικρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίκριση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίκριση θηλυκό

  • Δυσμενής κριτική εις βάρος κάποιου

  Μεταφράσεις επεξεργασία