critique
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
critique | critiques |
critique (en)
- κριτική (κριτικό δοκίμιο)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | critique |
γ΄ ενικό ενεστώτα | critiques |
αόριστος | critiqued |
παθητική μετοχή | critiqued |
ενεργητική μετοχή | critiquing |
critique (en)
- κρίνω
- ⮡ The committee critiqued the painting very strictly.
- Η επιτροπή έκρινε τη ζωγραφιά πολύ αυστηρά.
- ⮡ The committee critiqued the painting very strictly.
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
critique | critiques |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcritique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcritique (fr)