Δείτε επίσης: κρητικός, Κρητικός, κιτρικός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κριτικός οι κριτικοί
      γενική του κριτικού των κριτικών
    αιτιατική τον κριτικό τους κριτικούς
     κλητική κριτικέ κριτικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κριτικός < αρχαία ελληνική κριτικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική critique)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾi.tiˈkos/
ομόηχα: κρητικός, Κρητικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κριτικός -ή -ό

  • που γίνεται με σκοπό την κρίση, την αξιολόγηση
    κριτικό κείμενο
  • που έχει την ικανότητα να κρίνει, να αξιολογεί
    κριτική ικανότητα, κριτική στάση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κριτικός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία