Δείτε επίσης: αξιοδότηση

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιολόγηση οι αξιολογήσεις
      γενική της αξιολόγησης* των αξιολογήσεων
    αιτιατική την αξιολόγηση τις αξιολογήσεις
     κλητική αξιολόγηση αξιολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αξιολόγηση < αξιολογώ + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αξιολόγηση θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία