κρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρητικός | η | κρητική & κρητικιά |
το | κρητικό |
γενική | του | κρητικού | της | κρητικής & κρητικιάς |
του | κρητικού |
αιτιατική | τον | κρητικό | την | κρητική & κρητικιά |
το | κρητικό |
κλητική | κρητικέ | κρητική & κρητικιά |
κρητικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρητικοί | οι | κρητικές | τα | κρητικά |
γενική | των | κρητικών | των | κρητικών | των | κρητικών |
αιτιατική | τους | κρητικούς | τις | κρητικές | τα | κρητικά |
κλητική | κρητικοί | κρητικές | κρητικά | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρητικός < (πατριδωνυμικό) Κρητικός < αρχαία ελληνική Κρητικός < Κρήτη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρη‐τι‐κός
- ομόηχο: κριτικός
Επίθετο
επεξεργασίακρητικός, -ή / -ιά, -ό
- που προέρχεται από την Κρήτη ή που αναφέρεται σε αυτή ή στους κατοίκους της
- ⮡ κρητικό μαχαίρι, κρητικά ήθη και έθιμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Κρήτη