• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κρητικά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Κρητικά, κριτικά

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.tiˈka/
ομόηχα: Κρητικά, κριτικά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κρητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • κρητική ποικιλία της νεοελληνικής γλώσσας ή της μεσαιωνικής

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Κρήτη
  • Κατηγορία:Ποικιλίες της νεοελληνικής γλώσσας

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

κρητικά

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κρητικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κρητικά&oldid=5299478"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 20:00

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 20:00.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie