κρητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- κρητική ποικιλία της νεοελληνικής γλώσσας ή της μεσαιωνικής
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
κρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κρητικός