κριτικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κριτικά < κριτικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
κριτικά
- με κριτική διάθεση
- ο συγγραφέας βλέπει κριτικά την κλασική μαρξιστική άποψη για τα κοινωνικά φαινόμενα ...
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κριτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
κριτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κριτικό