critically
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | critically |
συγκριτικός | more critically |
υπερθετικός | most critically |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcritically (en)
- επικριτικά, κριτικά, με τρόπο που λέει αυτό που πιστεύω ότι είναι κακό για κάποιον ή κάτι
- ⮡ They regarded his work very critically.
- Το έργο του αντιμετωπίστηκε πολύ κριτικά.
- ⮡ They regarded his work very critically.
- εξαιρετικά, με τρόπο που είναι εξαιρετικά σημαντικός γιατί μια μελλοντική κατάσταση θα επηρεαστεί από αυτό
- ⮡ It is considered critically important.
- Θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό.
- ⮡ It is considered critically important.
- άκρως, σοβαρά, σε κρίσιμη κατάσταση, με τρόπο σοβαρό, αβέβαιο και ενδεχομένως επικίνδυνο
- species which have been classified as critically endangered - είδη που έχουν ταξινομηθεί ως άκρως απειλούμενα
- ⮡ There are cases of critically ill patients.
- Υπάρχουν περιπτώσεις σοβαρά ασθενών.
- κριτικά, με τρόπο που περιλαμβάνει δίκαιες, προσεκτικές κρίσεις για τις καλές και κακές ιδιότητες κάποιου ή κάτι
- ⮡ I am thinking critically.
- Σκέφτομαι κριτικά.
- ⮡ I am thinking critically.