Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοβαρά < σοβαρός

  Επίρρημα επεξεργασία

σοβαρά

  1. με σοβαρότητα, χωρίς αστεία
    Σου μιλάω σοβαρά, κι αν θέλεις, πίστεψέ με.
  2. (ως ερώτηση) μπορεί να δηλώνει ειρωνεία και αμφισβήτηση όσων λέχθηκαν προηγουμένως
    - Μας υποσχέθηκε ότι θα μας δανείσει ένα ποσόν.
    - Σοβαρά; Αυτός έχει καβούρια στις τσέπες.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σοβαρά