Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοβαρός η σοβαρή το σοβαρό
      γενική του σοβαρού της σοβαρής του σοβαρού
    αιτιατική τον σοβαρό τη σοβαρή το σοβαρό
     κλητική σοβαρέ σοβαρή σοβαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοβαροί οι σοβαρές τα σοβαρά
      γενική των σοβαρών των σοβαρών των σοβαρών
    αιτιατική τους σοβαρούς τις σοβαρές τα σοβαρά
     κλητική σοβαροί σοβαρές σοβαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοβαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοβαρός, σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική serioso[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /so.vaˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐βα‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

σοβαρός, -ή, -ό

  1. σπουδαίος, σημαντικός, που έχει κύρος ή που έχει σημαντικές συνέπειες
    το ζήτημα των συνταξιούχων είναι σοβαρό θέμα, πρέπει να το έχουμε υπόψη
    η συγκεκριμένη μορφή του καρκίνου είναι η πιο σοβαρή
  2. προσεκτικός, όχι επιφανειακός
    μια σοβαρή εξέταση του φαινομένου δείχνει ότι...
  3. χωρίς αστεία, χωρίς να αστειεύεται
    ο τόνος της συζήτησης έγινε πιο σοβαρός
    δεν ξέρω τι έχει ο φίλος μου σήμερα και όλο χαχανίζει... συνήθως είναι πιο σοβαρός τύπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία