σοβαρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σοβαρός | η | σοβαρή | το | σοβαρό |
γενική | του | σοβαρού | της | σοβαρής | του | σοβαρού |
αιτιατική | τον | σοβαρό | τη | σοβαρή | το | σοβαρό |
κλητική | σοβαρέ | σοβαρή | σοβαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σοβαροί | οι | σοβαρές | τα | σοβαρά |
γενική | των | σοβαρών | των | σοβαρών | των | σοβαρών |
αιτιατική | τους | σοβαρούς | τις | σοβαρές | τα | σοβαρά |
κλητική | σοβαροί | σοβαρές | σοβαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοβαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοβαρός, σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική serioso[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /so.vaˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐βα‐ρός
Επίθετο
επεξεργασίασοβαρός, -ή, -ό
- σπουδαίος, σημαντικός, που έχει κύρος ή που έχει σημαντικές συνέπειες
- το ζήτημα των συνταξιούχων είναι σοβαρό θέμα, πρέπει να το έχουμε υπόψη
- η συγκεκριμένη μορφή του καρκίνου είναι η πιο σοβαρή
- προσεκτικός, όχι επιφανειακός
- μια σοβαρή εξέταση του φαινομένου δείχνει ότι...
- χωρίς αστεία, χωρίς να αστειεύεται
- ο τόνος της συζήτησης έγινε πιο σοβαρός
- δεν ξέρω τι έχει ο φίλος μου σήμερα και όλο χαχανίζει... συνήθως είναι πιο σοβαρός τύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοβαρός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σοβαρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σοβαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σοβαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.