σοβαρός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σοβαρός | η | σοβαρή | το | σοβαρό |
γενική | του | σοβαρού | της | σοβαρής | του | σοβαρού |
αιτιατική | τον | σοβαρό | τη | σοβαρή | το | σοβαρό |
κλητική | σοβαρέ | σοβαρή | σοβαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σοβαροί | οι | σοβαρές | τα | σοβαρά |
γενική | των | σοβαρών | των | σοβαρών | των | σοβαρών |
αιτιατική | τους | σοβαρούς | τις | σοβαρές | τα | σοβαρά |
κλητική | σοβαροί | σοβαρές | σοβαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σοβαρός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σοβαρός, -ή, -ό
- σπουδαίος, σημαντικός, που έχει κύρος ή που έχει σημαντικές συνέπειες
- το ζήτημα των συνταξιούχων είναι σοβαρό θέμα, πρέπει να το έχουμε υπόψη
- η συγκεκριμένη μορφή του καρκίνου είναι η πιο σοβαρή
- προσεκτικός, όχι επιφανειακός
- μια σοβαρή εξέταση του φαινομένου δείχνει ότι...
- χωρίς αστεία, χωρίς να αστειεύεται
- ο τόνος της συζήτησης έγινε πιο σοβαρός
- δεν ξέρω τι έχει ο φίλος μου σήμερα και όλο χαχανίζει... συνήθως είναι πιο σοβαρός τύπος