σπουδαίος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σπουδαίος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος < σπουδή < σπεύδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σπουδαίος, -α, -ο
Επεξεργασία
- σπουδαία
- σπουδαιολόγημα
- σπουδαιολογία
- σπουδαιολογώ
- σπουδαιότητα
- σπουδαιοφάνεια
- σπουδαιοφανής
- → δείτε τη λέξη σπουδή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ες αύριον τα σπουδαία
- σπουδαία τα λάχανα