σπουδαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπουδαίος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος < σπουδή < σπεύδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)
Επίθετο
επεξεργασίασπουδαίος, -α, -ο
- σημαντικός, εξαιρετικός
- ※ κανείς δε γίνεται πραγματικά σπουδαίος αν δεν έχει απέναντι κάποιον ισάξιό του να μην τον αφήνει να επαναπαύεται στις δάφνες του, να τον συναγωνίζεται στην κούρσα για την τελειότητα.
- Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
- ※ κανείς δε γίνεται πραγματικά σπουδαίος αν δεν έχει απέναντι κάποιον ισάξιό του να μην τον αφήνει να επαναπαύεται στις δάφνες του, να τον συναγωνίζεται στην κούρσα για την τελειότητα.
- αξιόλογος, χρήσιμος
- (ειρωνικό) ασήμαντος, ανούσιος
Συγγενικά
επεξεργασία- σπουδαία
- σπουδαιολόγημα
- σπουδαιολογία
- σπουδαιολογώ
- σπουδαιότητα
- σπουδαιοφάνεια
- σπουδαιοφανής
- → δείτε τη λέξη σπουδή
Εκφράσεις
επεξεργασία- ες αύριον τα σπουδαία
- σπουδαία τα λάχανα